Η Αρμενική, μια πλούσια και δυναμική γλώσσα, ομιλείται σήμερα από περίπου εννέα εκατομμύρια άτομα στην Αρμενία, το Ναγκόρνο-Καραμπάχ και ολόκληρη τη Διασπορά. Η Αρμενική είναι ανεξάρτητος κλάδος της ινδοευρωπαϊκής ομογλωσσίας. Αρχικά γραφόταν με την ελληνική, την περσική ή τη συριακή γραφή, μέχρι που το 405 ο Άγιος Μεσρώπ Μαστότς - μοναχός, θεολόγος και γλωσσολόγος - αποφασισμένος να μεταφράσει τη Βίβλο στην Αρμενική και αφού ταξίδεψε γύρω από τον Καύκασο, εφηύρε ένα μοναδικό αλφάβητο για την καταγραφή της Αρμενικής, έντονα επηρεασμένο από το ελληνικό.
Θεωρούμενο ως το προϊόν θείας έμπνευσης και αρχικά αποτελούμενο από 36 γράμματα, το νέο αλφάβητο έγινε ευπρόσδεκτο από το Βασιλιά Βραμσαμπούχ Α’ και τον Καθόλικο (Πατριάρχη) Σαχάκ Α’, αποτελώντας το έναυσμα για το «Χρυσό Αιώνα» του αρμενικού έθνους και λειτουργώντας έκτοτε ως ισχυρός παράγοντας για την ανάπτυξη του εθνικού αρμενικού πνεύματος μέχρι σήμερα. Λόγω της ευρωπαϊκής επιρροής στο Αρμενικό Βασίλειο της Κιλικίας, άλλα δύο γράμματα προστέθηκαν κατά το 12ο αιώνα.
Λόγω του διαχωρισμού της αρμενικής πατρίδας ανάμεσα στην Οθωμανική και τη Ρωσική Αυτοκρατορία, από το 19ο αιώνα η καθομιλουμένη Αρμενική διαχωρίζεται σε δύο κύριες διαλέκτους: τη Δυτική Αρμενική και την Ανατολική Αρμενική. Η πρώτη - βασισμένη στη διάλεκτο της Κωνσταντινούπολης - ομιλείται κυρίως από Αρμένιους της Διασποράς στην Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή (συμπεριλαμβανομένης της Κύπρου) και την αμερικανική ήπειρο, ενώ η τελευταία - βασισμένη στη διάλεκτο της Τιφλίδας - κυρίως ομιλείται στην Αρμενία, τις πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες καθώς και το Ιράν. Αν και σε μεγάλο βαθμό, αμοιβαία κατανοητές, υπάρχουν μεταξύ τους εμφανείς διαφορές στη φωνολογία, την ορθογραφία, τη γραμματική και το λεξιλόγιο.
Πηγή : Γραφείο Τύπου και πληροφοριών, έκδοση "Οι Αρμένιοι της Κύπρου"